Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετούγια — η, Ν η μπετούγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. bedija (πρβλ. και μπετούγια)] … Dictionary of Greek